- αιματέμεση
- αιματέμεση, η και αιματεμεσία, ητο να εμετήσει κανείς αίμα: Υποφέρει από το στομάχι του κι έκανε αιματέμεση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιματέμεση — Η αποβολή αίματος από το στόμα με εμετό. Αποτελεί συνήθως εκδήλωση αιμορραγίας του οισοφάγου, του στομάχου ή του δωδεκαδάκτυλου. Η α. παρατηρείται και στα βρέφη. * * * η Ιατρ. η αποβολή αίματος από το στόμα με τη μορφή εμέτου. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κιρσοί — Όρος ο οποίος υποδηλώνει τη μόνιμη διάταση, εξοίδηση, επιμήκυνση και περιέλιξη των φλεβών. Πρόκειται για εκφυλιστική βλάβη των φλεβών. Αίτια δημιουργίας των κ. είναι η συγγενής έλλειψη ή ανεπάρκεια των βαλβίδων των φλεβών, οι οποίες φυσιολογικά… … Dictionary of Greek